- διαστόλιον
- διαστόλ-ιον, τό,A = διαστολεύς 1, Hippiatr.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστόλιον — διαστόλιον, το (Α) το χειρουργικό όργανο διαστολέας … Dictionary of Greek
διαστόλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)